-
1 σχαζω
Arph. тж. σχάω (impf. ἔσχαζον и ἔσχων, aor. ἔσχασα, aor. pass. ἐσχάσθην)1) рассекать, разрезывать или вскрывать(τέν φλέβα Xen., Plat.)
σ. τι Anth. — врываться куда-л.;σ. τέν φροντίδα Arph. — углубляться мыслью, сосредоточиваться2) вскрывать жилу, пускать кровь(ὑπὸ τέν γλῶτταν Arst.)
3) ( о цветах) раскрывать, распускать(πορφυρέας κάλυκας Anth.)
4) пускать в ход5) опускать (вниз)(τέν οὐράν Xen.)
6) приостанавливать, задерживать, прекращатьσ. κώπαν Pind. — переставать грести;
σ. πλάταν Eur. — задерживать корабль;γῆρυν ἄφθογγον σ. Eur. — не произносить ни слова (досл. подавлять (свою) речь безмолвием);σχάσον δεινὸν ὄμμα Eur. — сдержи (свой) страшный взгляд, т.е. не гляди так гневно;σχασάμενος τέν ἱππικήν Arph. — бросив конный спорт
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek